Ο Γιαννάκης σήμερα κοντεύει να τρελαθεί
Γιατί βλέπεις σήμερα βγαίνει απ’ τη φυλακή
Έχει τόσα να κάνει και άλλα τόσα να δει
Έτσι είναι πάντα έμπλεκε από μικρό παιδί
Και είχε όνειρα, μα δεν είχε λεφτά
Βλέπεις στον κόσμο δεν κινείται τίποτα χωρίς αυτά
Τον ξέρανε όλοι στη γειτονιά, το χαρακτηριστικό χαμόγελο ως τα αυτιά
Απ’ όπου και αν περνούσε όλοι του λέγανε γεια
Ήταν τσογλάνι μα με την καλή έννοια φυσικά
Πέφταν στα χέρια του συχνά ναρκωτικά
Μα έλεγε όχι δεν τα γούσταρε ποτέ του αυτά
Είχε παρέες πολλές, καλές και κακές
Κάποιες φορές για να ζήσει έκανε βρώμικες δουλειές
Δε σπούδασε, στο σχολείο δε πατούσε
Από μικρό παιδί η ζωή του τον κυνηγούσε
Εκείνος στράβωνε αλλά δε τη μισούσε
Την έβλεπε σαν γκόμενα και πάντα τη γαμούσε
Και όταν του έλεγες γιατί σε σου μιλούσε
Στη πλάτη σε χτυπούσε και απλά χαμογελούσε
Είχε ξεχωρίσει τους φίλους απ’ τους γνωστούς
Είχε γνωστούς πολλούς, αλλά φίλους λιγοστούς
Τους είχε δίπλα του, τιμή του και καμάρι του
Πολύτιμους σαν χρυσάφι κορώνα στο κεφάλι του
Ο Γιαννάκης, ύψος 1, 90. Δεν έπινε τίποτα αλλά πάντα ήταν στην τσίτα
Δεν κάπνιζε χόρτο ούτε τσιγάρο ούτε πίπα
Δεν ακουμπούσε το αλκοόλ, δεν ήταν πίτα
Ο Γιαννάκης ήταν ο ορισμός του μάγκα
Ξηγημένος, δεν ξευτελίζεται για φράγκα
Ήτανε ντόμπρος, ποτέ δεν έπαιζε πουστιά
Αλλά αν του την έπαιζες αλίμονό σου φουκαρά
Ο Γιαννάκης ήταν τούμπανο, πώς να στο πω;
Έδερνε παιδιά λυκείου όταν ήταν δημοτικό
Ήταν αυτό που λένε, είχε χέρι βαρύ
26 χρονών και απ’ τα 13 οικοδομή
Μεγάλωσε στον δρόμο, ναι, δεν νιώθει φόβο και
Γνωρίζει πιο καλά απ’ όλους τη λέξη πόνο δεν
Φοβάται τίποτα μόνο τον εαυτό του
Έχει κερδίσει με ιδρώτα ότι είναι δικό του
Το μωρό του, είναι μια γλυκιά κοπελιά
Τον αγαπά για αυτό που είναι και λάμπει όταν χαμογελά
Χάνει τον κόσμο όταν την παίρνει αγκαλιά
Ο γίγαντας μοιάζει παιδί όταν στα μάτια τη κοιτά
Και ένα βράδυ. Ένα γαμημένο βράδυ
Την ακούει κάτω απ’ το σπίτι του να φωνάζει
Βγαίνει στο μπαλκόνι και τι να δει!
Ένας περίεργος τυπάς τη τραβάει απ’ το μαλλί
Ο Γιαννάκης θολώνει και κατεβαίνει βιαστικά
Δεν βλέπει τίποτα πηδάει πέντε πέντε τα σκαλιά
Φτάνει στην εξώπορτα και τι συναντά;
Το τυπά να τη χτυπάει και να της πιάνει τα βυζιά
Να της λέει: "Σκάσε θα σ’ αρέσει μωρή"
Μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο στο λαιμό της την απειλεί
Έλα που από πίσω ο μάγκας δεν είχε δει
Τον Γιαννάκη που ήτανε θολωμένος από οργή
Η πρώτη που του σκασε ήταν η πιο δυνατή
Η δεύτερη τον μάτωσε, η τρίτη ήταν γερή
Η τέταρτη τον άφησε κάτω να αιμορραγεί
Ο Γιαννάκης θόλωσε δεν μπορούσε να κρατηθεί
Ο Γιαννάκης χτύπησε μέχρι θανάτου το βιαστή
Μετά τον συλλάβαν, ο Γιαννάκης μπήκε φυλακή
Πίστεψε με ο Γιαννάκης ήτανε καλό παιδί
Και μπορείς να το κρίνεις. Πες μου τι θα κανες εσύ;
Γιατί βλέπεις σήμερα βγαίνει απ’ τη φυλακή
Έχει τόσα να κάνει και άλλα τόσα να δει
Έτσι είναι πάντα έμπλεκε από μικρό παιδί
Και είχε όνειρα, μα δεν είχε λεφτά
Βλέπεις στον κόσμο δεν κινείται τίποτα χωρίς αυτά
Τον ξέρανε όλοι στη γειτονιά, το χαρακτηριστικό χαμόγελο ως τα αυτιά
Απ’ όπου και αν περνούσε όλοι του λέγανε γεια
Ήταν τσογλάνι μα με την καλή έννοια φυσικά
Πέφταν στα χέρια του συχνά ναρκωτικά
Μα έλεγε όχι δεν τα γούσταρε ποτέ του αυτά
Είχε παρέες πολλές, καλές και κακές
Κάποιες φορές για να ζήσει έκανε βρώμικες δουλειές
Δε σπούδασε, στο σχολείο δε πατούσε
Από μικρό παιδί η ζωή του τον κυνηγούσε
Εκείνος στράβωνε αλλά δε τη μισούσε
Την έβλεπε σαν γκόμενα και πάντα τη γαμούσε
Και όταν του έλεγες γιατί σε σου μιλούσε
Στη πλάτη σε χτυπούσε και απλά χαμογελούσε
Είχε ξεχωρίσει τους φίλους απ’ τους γνωστούς
Είχε γνωστούς πολλούς, αλλά φίλους λιγοστούς
Τους είχε δίπλα του, τιμή του και καμάρι του
Πολύτιμους σαν χρυσάφι κορώνα στο κεφάλι του
Ο Γιαννάκης, ύψος 1, 90. Δεν έπινε τίποτα αλλά πάντα ήταν στην τσίτα
Δεν κάπνιζε χόρτο ούτε τσιγάρο ούτε πίπα
Δεν ακουμπούσε το αλκοόλ, δεν ήταν πίτα
Ο Γιαννάκης ήταν ο ορισμός του μάγκα
Ξηγημένος, δεν ξευτελίζεται για φράγκα
Ήτανε ντόμπρος, ποτέ δεν έπαιζε πουστιά
Αλλά αν του την έπαιζες αλίμονό σου φουκαρά
Ο Γιαννάκης ήταν τούμπανο, πώς να στο πω;
Έδερνε παιδιά λυκείου όταν ήταν δημοτικό
Ήταν αυτό που λένε, είχε χέρι βαρύ
26 χρονών και απ’ τα 13 οικοδομή
Μεγάλωσε στον δρόμο, ναι, δεν νιώθει φόβο και
Γνωρίζει πιο καλά απ’ όλους τη λέξη πόνο δεν
Φοβάται τίποτα μόνο τον εαυτό του
Έχει κερδίσει με ιδρώτα ότι είναι δικό του
Το μωρό του, είναι μια γλυκιά κοπελιά
Τον αγαπά για αυτό που είναι και λάμπει όταν χαμογελά
Χάνει τον κόσμο όταν την παίρνει αγκαλιά
Ο γίγαντας μοιάζει παιδί όταν στα μάτια τη κοιτά
Και ένα βράδυ. Ένα γαμημένο βράδυ
Την ακούει κάτω απ’ το σπίτι του να φωνάζει
Βγαίνει στο μπαλκόνι και τι να δει!
Ένας περίεργος τυπάς τη τραβάει απ’ το μαλλί
Ο Γιαννάκης θολώνει και κατεβαίνει βιαστικά
Δεν βλέπει τίποτα πηδάει πέντε πέντε τα σκαλιά
Φτάνει στην εξώπορτα και τι συναντά;
Το τυπά να τη χτυπάει και να της πιάνει τα βυζιά
Να της λέει: "Σκάσε θα σ’ αρέσει μωρή"
Μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο στο λαιμό της την απειλεί
Έλα που από πίσω ο μάγκας δεν είχε δει
Τον Γιαννάκη που ήτανε θολωμένος από οργή
Η πρώτη που του σκασε ήταν η πιο δυνατή
Η δεύτερη τον μάτωσε, η τρίτη ήταν γερή
Η τέταρτη τον άφησε κάτω να αιμορραγεί
Ο Γιαννάκης θόλωσε δεν μπορούσε να κρατηθεί
Ο Γιαννάκης χτύπησε μέχρι θανάτου το βιαστή
Μετά τον συλλάβαν, ο Γιαννάκης μπήκε φυλακή
Πίστεψε με ο Γιαννάκης ήτανε καλό παιδί
Και μπορείς να το κρίνεις. Πες μου τι θα κανες εσύ;
Comments (0)
The minimum comment length is 50 characters.